συντομεύω

συντομεύω
1) achever
2) rogner

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συντομεύω — συντομεύω, συντόμεψα και συντόμευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συντομεύω — ΝΜΑ [σύντομος] καθιστώ κάτι πιο σύντομο («πρέπει να συντομεύσεις την ομιλία») νεοελλ. (αμτβ.) γίνομαι σύντομος, κάνω γρήγορα («συντόμευε, πρέπει να φύγουμε») …   Dictionary of Greek

  • συντομεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. περιορίζω τη διάρκεια ή την έκταση κάποιου: Συντόμεψε το λόγο σου. – Συντόμεψε τις εργασίες του και έφυγε για διακοπές. 2. φρ., «Θα συντομευτούν οι εκλογές», θα γίνουν νωρίτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεπιτέμνω — ΜΑ [ἐπιτέμνω] συντομεύω από κοινού με άλλον κάτι ή συντομεύω κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • συντόμευση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συντομεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντομεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συντόμευσις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • γρηγορώ — (AM γρηγορῶ, έω) 1. μένω άγρυπνος 2. φρουρώ, προσέχω άγρυπνα («φύλακες, γρηγορείτε») μσν. νεοελλ. βιάζομαι, σπεύδω νεοελλ. φρ. «γρηγορώ τη στράτα» συντομεύω, επιταχύνω τον δρόμο μσν. 1. ξυπνάω 2. επανακτώ τις αισθήσεις, συνέρχομαι 3. επαναφέρω… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κολοβώνω — (AM κολοβῶ, όω, Μ και κολοβώνω) [κολοβός] κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῡσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ) νεοελλ. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω μσν. μετριάζω αρχ. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω …   Dictionary of Greek

  • κοντεύω — (I) και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό») 2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.) 3. (ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”